- μόδα
- Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση, ένα παιχνίδι που καθιερώθηκε για τη ματαιοδοξία του κόσμου. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η τέχνη της αλλαγής, όπως αποδεικνύει η κοινή φρασεολογία: «μόδα είναι και περνάει» ή «ακολουθώ τη μόδα», «πέρασε η μόδα του». Κύριο χαρακτηριστικό της είναι πράγματι η γρήγορη διάδοση των προτύπων που προσφέρονται, είτε πρόκειται για αντικείμενα ή στοιχεία της εμφάνισης (διακόσμηση, ενδυμασία, κόμμωση) είτε για ιδιαίτερες μορφές ιδεολογικής συμμετοχής (καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κινήματα κλπ.) είτε για νέους τύπους συμπεριφοράς στην κοινωνική εξέλιξη (ξένα συστήματα ζωής που υιοθετήθηκαν συμβατικά ή από άμεση επίδραση). Ακόμα και η διάδοση τεχνικών νεωτερισμών έχει επίσης συχνά χαρακτήρα μόδας: το κίνητρο για την τεχνική πρόοδο προέρχεται συχνά από το γόητρο που αποκτά εκείνος ο οποίος θεωρείται «προοδευτικός» και όχι από την αντικειμενική τεχνικο-οικονομική υπεροχή του νεωτερισμού.
Η μ. είναι στην πραγματικότητα ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που καθρεφτίζει τις κατευθύνσεις και τις εξελίξεις μιας κοινωνίας σε μιαν ορισμένη ιστορική περίοδο. Ο ρόλος της είναι να εισαγάγει στην καθιερωμένη συμπεριφορά μιας ομάδας ή ειδικότερα στις πεποιθήσεις της, με τη γρήγορη μετάδοση και αφομοίωση, νέες συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Μέσα από τη μ. είναι δυνατό να δούμε όχι μόνο την εξέλιξη των ηθών και εθίμων ενός λαού, τις μεταβολές των προτιμήσεών του, των ηθικών αντιλήψεών του, των απολαύσεών του και των προκαταλήψεών του, αλλά και την ιστορία του τρόπου ζωής του, της ηθικής του και της οικονομικής του κατάστασης.
Η γνώμη ότι η μ. είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος είναι αληθινή μόνο αν τη θεωρήσουμε ως εξωτερική, επεισοδιακή έκφραση της διαφοράς, κατά εποχές και τόπους, της ενδυμασίας, της κόμμωσης, των κοσμημάτων κλπ. Στην πραγματικότητα η φθορά της μόδας σε όλες τις ιστορικές περιόδους έως το δεύτερο μισό του 19ου αι. ήταν αρκετά αργή και σχεδόν ανεπαίσθητη (εκτός από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης), τόσο ώστε να είναι προβληματική η διάκριση μιας μ. από το αντίστοιχο ντύσιμο. Αυτή η σχετική σταθερότητα της μ. οφειλόταν στον σταθερά καθορισμένο χαρακτήρα των διάφορων τύπων ενδυμασίας, διακόσμησης κλπ. που σέβονταν συμβατικά τις ταξικές διαφορές. Μόνο με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση η μ. άρχισε να γίνεται εκείνο που οι Γάλλοι ονομάζουν με πολλή ακριβολογία vogue, ένας δρόμος που πρέπει κανείς να ακολουθήσει, ένα προϊόν που πείθει και τραβά, πάνω από κάθε κανόνα και συνήθεια. Η ιστορία της προϋπόθετα λοιπόν την ταχύτατη εξέλιξη ενός πολιτισμού. Το ότι αυτό είναι αλήθεια αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στους πρωτόγονους λαούς δεν είναι δυνατό να διακρίνουμε ίχνη ή επιδράσεις μιας μ. γιατί ο πολιτισμός τους στηρίζεται σε καθιερωμένους (ιερούς) θεσμούς των κοινωνικών μύθων, έτσι που η παραβίαση της παράδοσης συνεπάγεται την αποπομπή από την κοινότητα. Η περίφημη ρήση του Ορατίου Graecia capta ferum victorem cepit («η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον νικητή») εκφράζει αρκετά καλά τον εκπληκτικό ρυθμό διάδοσης του ελληνιστικού γούστου στην πολυάσχολη και πολύμορφη αυτοκρατορική Ρώμη, που απαρνήθηκε γι’ αυτό τις παλιές δημοκρατικές αρετές της. Η ελληνιστική μ. επιβλήθηκε στην ενδυμασία, ενώ στο τέλος της αυγουστιανής εποχής η διαπίστωση του Ορατίου δεν εξέπληττε πια κανένα, γιατί ήταν πλέον γεγονός. Το ίδιο συνέβη όταν οι αμερικανικές δυνάμεις, που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη μετά τη συντριβή του ναζισμού, μετέδωσαν στους κατοίκους τις συνήθειες, τις οποίες οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούσαν, όπως τα «μπλου τζιν», τις «τσίχλες», τα «σελφ σέρβις», τις «μπέιμπι σίτερ». Στην πραγματικότητα η μόδα αυτή επικράτησε μόνο μετά από δέκα χρόνια, όταν οι ευρωπαϊκοί λαοί έφτασαν σε βιοτικά επίπεδα ανάλογα με το αμερικανικό.
Τυπικό λοιπόν συστατικό της μ. είναι ο σχετικός αντικονφορμισμός που φέρνει ο νεωτερισμός: όταν παύσει αυτός, η μ. ενσωματώνεται στη συνηθισμένη σχέση των συνηθειών ή εξαφανίζεται, όπως συνέβη με τόσες περαστικές μόδες: ας θυμηθούμε το «γιο-γιο» που είχε κατακτήσει τη μισή Ευρώπη ή το «χούλα-χουπ» που γύρω στα 1950 είχε διαδοθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Για τη μ. μπορούμε να επαναλάβουμε εκείνο που λέει ο Προυστ για τα παράδοξα του σήμερα που γίνονται προλήψεις του αύριο. Με τη διαφορά ότι μια μ. όταν επιβληθεί χάνει τον αρχικό προκλητικό χαρακτήρα της, αλλά διατηρεί πάντα κάποιο τόνο εκκεντρικότητας, ιδιοτροπίας. Έτσι η μ. των φαραωνικών επίπλων του αυτοκρατορικού ρυθμού, μετά από την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, μαρτυρεί ένα αίσθημα περιέργειας και όχι ένα πνεύμα συνέπειας· το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα φαινόμενα επιστροφής όπως, στο ντύσιμο, η επαναφορά το 1960 της μ. του 1925 και το 2000 της μ. του 1970. Ο ευμετάβλητος χαρακτήρας της μόδας παραμένει άλλωστε πάντοτε ένα από τα σύμφυτα χαρακτηριστικά της. Γι’ αυτό η πολεμική εναντίον της μ. από τον άγιο Αμβρόσιο, τον άγιο Ιερώνυμο, τον Δάντη και τον Βοκκάκιο εκφράζει τη θρησκευτική και ηθική καταδίκη του «ματαιότης ματαιοτήτων». Ο Ντα Βίντσι αντίθετα βρίσκει στη μ. εκείνον τον σπόρο της ανθρώπινης παραφροσύνης που απελευθέρωσε τον άνθρωπο από την απλή συνήθεια του να ντύνεται. Οι άνθρωποι της εποχής του διαφωτισμού την εξυμνούν, γοητευμένοι από τη δύναμή της να αλλάζει τις καταστάσεις: μετά τα Περσικά γράμματα του Μοντεσκιέ διαδόθηκε στο Παρίσι, κι από εκεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, η αγάπη για τα ταξίδια και η γοητεία της μυστηριώδους Ανατολής.
Ο Καντ εξετάζει τη μ. από ηθική άποψη, χαρακτηρίζοντας την ως είδος μίμησης βασισμένης στη ματαιοδοξία, αν και της αναγνωρίζει έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Ο Χέρμπερτ Σπένσερ διέκρινε στη μανία της μ. εκείνη τη μορφή ομαδικής μίμησης, η οποία χαρακτηρίζει την τάση που αισθάνεται κανείς να ταυτιστεί με τους άλλους και είναι έμφυτη σε μια κοινότητα. Με τον Γκέοργκ Ζίμελ φτάνουμε στον ορισμό της μ. ως διακριτικού χαρακτηριστικού της ομάδας σ’ ένα τεχνολογικά προοδευμένο στάδιο της νεώτερης κοινωνίας. Η μ. εξετάζεται ως κοινωνικός θεσμός που ανταποκρίνεται, με την ποιότητα και την εκλογή, στον τυπικό διαχωρισμό των τάξεων: μόνο το χρήμα επιτρέπει την απόκτηση της πολυτέλειας, η οποία είναι αναγνωρισμένο δικαίωμα των ισχυρών. Από την ίδια άποψη ο Θόρνσταϊν Βέμπλεν βλέπει τη μ. ως έμβλημα ενός ορατού γοήτρου, μιας περιττής και αδικαιολόγητης δαπάνης, ως απόδειξη της ψυχολογικής και κοινωνικής χειραφέτησης της εύπορης τάξης. Η μεγάλη επιτυχία της μ. ως καταναλωτικού αγαθού άρχισε με τον θρίαμβο των βιομηχανικών μονοπωλίων. Από το περιττό περνάει η μ. αφ’ ενός σ’ εκείνο που ο Βέμπλεν ονομάζει φαινόμενο της σπατάλης - σαν κοσμικός φόρος που προσφέρει μια ηγεμονική τάξη η οποία διεκδικεί διακρίσεις και θαυμασμό – αφ’ ετέρου στην ομοιοτυπία όπου όλα προβλέπονται και κατευθύνονται, και η οποία προπάντων επιτρέπει στους πολλούς να πλησιάσουν τους τύπους των ανώτερων κατηγοριών και, οπωσδήποτε, να μετέχουν στα μυστήρια της πολυτέλειας.
* * *(I)μόδα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».————————(II)ηοι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής τής εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι τής μόδας»).[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].
Dictionary of Greek. 2013.